- νεογενής
- -ές (ΑΜ νεογενής, Α δωρ. τ. νεαγενής και νειηγενής και ποιητ. τ. νεηγενής, -ές)1. αυτός που έχει γεννηθεί πρόσφατα, νεογέννητος2. αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατα, καινούργιος («νεογενῆ κηρία», Αλκίφρ.)νεοελλ.1. αυτός που έχει εμφανιστεί, έχει διαπλαστεί ή έχει διαμορφωθεί πρόσφατα μετά από κάποιον άλλο2. φρ. «νεογενής περίοδος» ή, απλώς, «νεογενές»γεωλ. διάστημα τού γεωλογικού χρόνου που αποτελεί την ανώτερη από τις δύο υποδιαιρέσεις τού Καινοζωικού αιώνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. ευ-γενής. Ο τ. νεηγενής, με -η-, για μετρικούς λόγους].
Dictionary of Greek. 2013.